- βλάπτεται
- βλάπτωdisablepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυβλαβής — ές, Α 1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος 2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά 3. αυτός που βλάπτεται εύκολα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβές κατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς… … Dictionary of Greek
врежатисѧ — ВРЕЖА|ТИСѦ (11), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Страд. к врежати в 1 знач.: ѡ(т)гнавъ множьство змии искорени ˫а из градъ, ˫ако не врежатисѩ чл҃вкмъ ѡ(т) нихъ (μὴ ἀδικεῖσϑαι) ГА XIII XIV, 185б; то же ЛИ ок. 1425, 15 об. (912); ибо ѡбразъ тако оугажають. другии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PUTEUS — apud Scotos ad supplicia usurpatus, quibus mares furcâ suspendere, feminas puteo immergere mos; Unde ius furcarum et putei. Idem de veteribus Germanistradit Cornel. Tacitus de German. morib. Apud Plautum, poena fuit furacium coquorum, uti… … Hofmann J. Lexicon universale
αλαφροήσκιωτος — η, ο 1. (για δέντρα) αυτός που έχει ελαφριά σκιά, ώστε να μην προξενεί πονοκέφαλο σ’ αυτούς που κοιμούνται από κάτω 2. αυτός που δεν κοιμάται βαθιά, που μπορεί να ξυπνήσει εύκολα 3. αυτός που έχει καλό ήσκιο, καλή τύχη, που δεν επηρεάζει βλαβερά… … Dictionary of Greek
δυσεπιβούλευτος — δυσεπιβούλευτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να επιβουλευθεί 2. αυτός που δύσκολα βλάπτεται … Dictionary of Greek
εύβλαπτος — εὔβλαπτος, ον (Α) αυτός που βλάπτεται ή μπορεί να υποστεί βλάβη εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλαπτος (< βλάπτω), πρβλ. ά βλαπτος] … Dictionary of Greek
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek
μεσημβριάνθεμο — (Μesembryanthemum). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των αειζωοειδών, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 800 είδη, ιθαγενή της νότιας Αφρικής. Πρόκειται για διετή ή ετήσια φυτά, τα άνθη των οποίων ανοίγουν μόνο το μεσημέρι, όταν το φως του ήλιου… … Dictionary of Greek
νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… … Dictionary of Greek
πημαντέος — α, ον, Α (ρημ. επίθ. τού πημαίνω) αυτός που πρέπει να βλάπτεται («οὐ χρὴ πημαίνειν ὅ,τι μὴ πημαντέον», Θέογν.) … Dictionary of Greek